επίπλευρος

επίπλευρος
ἐπίπλευρος, -ον (Α) [πλευρόν]
1. πλάγιος, πλευρικός
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπίπλευρα
τὰ παρὰ τοῑς μαστοῑς ὑπὸ τὰς μασχάλας».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”